- φύγεθρον
- και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑφλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *bhl-u- της ρίζας *bhl-eu- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. λ. φλύω) και έχει σχηματιστεί με λαρυγγική παρέκταση -γ- τής ρίζας (βλ. και λ. φλύω, φλύκταινα) και επίθημα -ε-θρον / -ε-θλον (βλ. λ. -θρον, -θλον), δηλαδή μέσω ενός τ. *φλυ-γ-εθρον / *φλυ-γ-εθλον με ανομοιωτική αποβολή τού -λ- της πρώτης συλλαβής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. phygetron].
Dictionary of Greek. 2013.